- μικροακτινογράφηση
- ηιατρ. η ακτινολογική εξέταση τού θώρακα με τη χρήση φιλμ μικρού μεγέθους σε ομάδες πληθυσμού για την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση διαφόρων πνευμονικών νοσημάτων, ιδίως τής φυματίωσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek